Δρομέας στα ιταλικά
Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corridore, fattorino, canale, guida, segretario, segretario di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας ιταλικά, δρομέας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δριμύτητα στα ιταλικά - asperità, asprezza, acerbità, gravità, severità, la gravità, di gravità, ...
- δρομάκι στα ιταλικά - vicolo, viuzza, sentiero, strada, pista, alley, pista da, ...
- δρομολόγιο στα ιταλικά - itinerario, tour, percorso, itinerari, dell'itinerario
- δροσερός στα ιταλικά - freddo, raffreddarsi, nuovo, raffreddare, novellino, fresco, fresca, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: corridore, fattorino, canale, guida, segretario, segretario di
Μεταφράσεις: corridore, fattorino, canale, guida, segretario, segretario di