Δρομέας στα ουκρανικά
Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інкасатор, ротор, кур'єр, вус, рисак, полоз, бігун
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δρομέας στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δριμύτητα στα ουκρανικά - брутальність, різкість, труднощах, труднощі, жорсткість, трудності, уїдливість, ...
- δρομάκι στα ουκρανικά - прибій, алея, аллея, алею
- δρομολόγιο στα ουκρανικά - маршрут
- δροσερός στα ουκρανικά - охолодити, прохолодний, холодна, прісний, новий, холодне, свіжий, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інкасатор, ротор, кур'єр, вус, рисак, полоз, бігун
Μεταφράσεις: інкасатор, ротор, кур'єр, вус, рисак, полоз, бігун