Δρομέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corredor, atropelar, boy, corredor de, vice, boy da
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δρομέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δριμύτητα στα πορτογαλικά - severidade, gravidade, gravidade da, de gravidade, a gravidade
- δρομάκι στα πορτογαλικά - pista, paisagem, beco, ruela, aléia, alley
- δρομολόγιο στα πορτογαλικά - itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary
- δροσερός στα πορτογαλικά - recente, fresco, frequentemente, arrefecer, novo, legal, fresca, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: corredor, atropelar, boy, corredor de, vice, boy da
Μεταφράσεις: corredor, atropelar, boy, corredor de, vice, boy da