Ικανοποίηση στα ιταλικά
Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contentezza, soddisfazione, compiacimento, soddisfazione del, di soddisfazione, di soddisfazione del, la soddisfazione
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση
ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ικανοποίηση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ιθύνω στα ιταλικά - dominare, massima, regnare, principio, egemonia, riga, regola, ...
- ικανά στα ιταλικά - capace, grado, in grado, capaci
- ικανοποιημένο στα ιταλικά - tenore, contentezza, contenuto, soddisfatto, soddisfatti, soddisfatta, soddisfatte, ...
- ικανοποιημένος στα ιταλικά - tenore, contentezza, contenuto, soddisfare, contenuti, contenuto di, il contenuto
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: contentezza, soddisfazione, compiacimento, soddisfazione del, di soddisfazione, di soddisfazione del, la soddisfazione
Μεταφράσεις: contentezza, soddisfazione, compiacimento, soddisfazione del, di soddisfazione, di soddisfazione del, la soddisfazione