Πεζοπορία στα ιταλικά
Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camminare, piedi, a piedi, passeggiare, raggiungere a piedi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοπορία
πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεζοπορία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πεζοδρόμιο στα ιταλικά - marciapiede, lastricato, marciapiedi, sidewalk, marciapiede di
- πεζοναύτης στα ιταλικά - marino, marittimo, marina, marine, marini
- πεζούλα στα ιταλικά - parapetto, panchina, panca, banco, banco di, Divanetto
- πεζούλι στα ιταλικά - soglia, mensola del camino, mensola, mantello, mantel, Rivestimento
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: camminare, piedi, a piedi, passeggiare, raggiungere a piedi
Μεταφράσεις: camminare, piedi, a piedi, passeggiare, raggiungere a piedi