Πεζοπορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wandelen, lopen, wandeling, loop, te lopen
Πεζοπορία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεζοπορία

πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεζοπορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεζοδρόμιο στα ολλανδικά - stoep, wegdek, bestrating, trottoir, plaveisel, voetpad, sidewalk, ...
  • πεζοναύτης στα ολλανδικά - marinier, zee-, mariene, marine, zee
  • πεζούλα στα ολλανδικά - bank, zitbank, bankje, bench, de bank
  • πεζούλι στα ολλανδικά - drempel, schoorsteenmantel, mantel, afdekplaat, schouw, schoorsteen mantel
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wandelen, lopen, wandeling, loop, te lopen