Πεζοπορία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прошетка, пешачат, одиме, оди, одење
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοπορία
πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πεζοπορία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πεζοδρόμιο στα σλαβομακεδονικά - тротоар, тротоарот, плочникот, плочник, тротоар во
- πεζοναύτης στα σλαβομακεδονικά - морски, морските, морскиот, поморски, морска
- πεζούλα στα σλαβομακεδονικά - клупа, клупата, маса, на клупата, клупата на
- πεζούλι στα σλαβομακεδονικά - одамна, рамка на камина
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: прошетка, пешачат, одиме, оди, одење
Μεταφράσεις: прошетка, пешачат, одиме, оди, одење