Πεζοπορία στα φινλανδικά
Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkankorotus, vaellus, kävellä, kävelymatkan, kävelymatka, kävelemään, kävele
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοπορία
πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πεζοπορία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πεζοδρόμιο στα φινλανδικά - jalkakäytävä, kävelytie, jalkakäytävällä, jalkakäytävän, sidewalk, jalkakäytävää
- πεζοναύτης στα φινλανδικά - meri-, meren, meriympäristön, meriliikenteessä, merten
- πεζούλα στα φινλανδικά - penkki, penkillä, vaihtopenkillä, penkin
- πεζούλι στα φινλανδικά - kynnys, Mantel, vaipalla, Mantelin, manttelin, mantteli
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: palkankorotus, vaellus, kävellä, kävelymatkan, kävelymatka, kävelemään, kävele
Μεταφράσεις: palkankorotus, vaellus, kävellä, kävelymatkan, kävelymatka, kävelemään, kävele