Πεζοπορία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andar, caminhar, caminhada, pé, a pé
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοπορία
πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεζοπορία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πεζοδρόμιο στα πορτογαλικά - pavimente, pavimento, calçar, desconcentrar, calçada, passeio, sidewalk, ...
- πεζοναύτης στα πορτογαλικά - marinha, marinho, marinhos, marítimo, marinhas
- πεζούλα στα πορτογαλικά - banco, bancada, banco de, bench, banco do
- πεζούλι στα πορτογαλικά - peitoril, seda, cornija, Mantel, manto, de Mantel, lareira
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: andar, caminhar, caminhada, pé, a pé
Μεταφράσεις: andar, caminhar, caminhada, pé, a pé