Ρεύμα στα ιταλικά

Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruscello, presente, attuale, flusso, corrente, profluvio, corrente di, di corrente, correnti
Ρεύμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεύμα

ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ρεύμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ρευστοποιώ στα ιταλικά - liquidare, Fluidifica, fluidificare, liquify
  • ρευστότητα στα ιταλικά - liquidità, di liquidità, la liquidità, della liquidità
  • ρημάζω στα ιταλικά - devastare, desolare, devastazione, saccheggiare, ravage, devastare le
  • ρητά στα ιταλικά - espressamente, esplicitamente, esplicito, modo esplicito, in modo esplicito
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ruscello, presente, attuale, flusso, corrente, profluvio, corrente di, di corrente, correnti