Ρεύμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
regatos, ribeiro, vigente, corrente, fluxo, actual, atual, atuais, de corrente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρεύμα
ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρεύμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρευστοποιώ στα πορτογαλικά - matar, liquidar, saldar, líquido, liquefazer, liquify, Dissolver, ...
- ρευστότητα στα πορτογαλικά - liquidez, de liquidez, a liquidez, da liquidez
- ρημάζω στα πορτογαλικά - assolar, devastar, ravage, destruir, devastam
- ρητά στα πορτογαλικά - explicitamente, expressamente, explícita, forma explícita, de forma explícita
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: regatos, ribeiro, vigente, corrente, fluxo, actual, atual, atuais, de corrente
Μεταφράσεις: regatos, ribeiro, vigente, corrente, fluxo, actual, atual, atuais, de corrente