Ρεύμα στα τούρκικα
Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akım, akıntı, çay, ırmak, mevcut, geçerli, güncel, cari
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρεύμα
ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ρεύμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ρευστοποιώ στα τούρκικα - sıvılaştırma, Sıvılaştır, liquify, etme Sıvılaştırma
- ρευστότητα στα τούρκικα - likidite, likiditesi, bir likidite, likiditenin
- ρημάζω στα τούρκικα - tahrip, yıkım, ravage, kırıp, yıkmak
- ρητά στα τούρκικα - açıkça, açık, açık bir, açık olarak, açık bir şekilde
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: akım, akıntı, çay, ırmak, mevcut, geçerli, güncel, cari
Μεταφράσεις: akım, akıntı, çay, ırmak, mevcut, geçerli, güncel, cari