Εισβολέας στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атакуючы, атакавалы, атакавальны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολέας
εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εισβολέας στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγικός στα λευκορωσικά - ўводны, уступны, ўступны, уводны, • уступны
- εισβάλλω στα λευκορωσικά - ўрывацца, урывацца, ўмешвацца
- εισβολή στα λευκορωσικά - ўварванне, уварванне, ўварваньне
- εισιτήριο στα λευκορωσικά - білет, квіток, білетаў
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: атакуючы, атакавалы, атакавальны
Μεταφράσεις: атакуючы, атакавалы, атакавальны