Εισβολέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atacante, invasor, intruso, agressor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολέας
εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εισβολέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγικός στα πορτογαλικά - introdutório, introdutória, introdução, de introdução
- εισβάλλω στα πορτογαλικά - invadir, invada, banhar, invadem, invadir a, invadir o, invade
- εισβολή στα πορτογαλικά - invasão, invalidar, a invasão, invasão de, de invasão, invasão do
- εισιτήριο στα πορτογαλικά - rotular, bilhete, tiquetaque, ficha, passagem, ingressos, bilhete de, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atacante, invasor, intruso, agressor
Μεταφράσεις: atacante, invasor, intruso, agressor