Εισβολέας στα πολωνικά

Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włamywacz, intruz, natręt, komandos, napastnik, zaborca, najeźdźca, okupant, atakująca, atakujący, atakujÄ, atakującej
Εισβολέας στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολέας

εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας πολωνικά, εισβολέας στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγικός στα πολωνικά - wstępny, wprowadzający, wprowadzająca, wprowadzające, wprowadzenie
  • εισβάλλω στα πολωνικά - najechać, zaatakować, atakować, najeżdżać, wtargnąć, najść, naruszać, ...
  • εισβολή στα πολωνικά - najazd, napad, włamanie, naruszenie, wdarcie, wtargnięcie, inwazja, ...
  • εισιτήριο στα πολωνικά - etykieta, karnet, numerek, mandat, bilet, bon, kupon, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: włamywacz, intruz, natręt, komandos, napastnik, zaborca, najeźdźca, okupant, atakująca, atakujący, atakujÄ, atakującej