Βαφτίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: βαφτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krikštyti, pakrikštyti, Christen, duoti pravardę, duoti vardą
Βαφτίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαφτίζω

βαφτίζω ονειροκριτης, βαφτίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βαφτίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βατόμουρο στα λιθουανικά - avietė, gervuogė, gervuogių, blackberry
  • βαφέας στα λιθουανικά - puma, tapytojas, dažytojas, Dyer, Barwiarz, Kurjeris
  • βαφτιστήρι στα λιθουανικά - Chrześniacy
  • βαφτιστικός στα λιθουανικά - krikštasūnis, anūkas, Krustdēls, Chrześniak, Kryželiu
Τυχαίες λέξεις
Βαφτίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: krikštyti, pakrikštyti, Christen, duoti pravardę, duoti vardą