Βαφτίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: βαφτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
döpa, Christen, av Christen
Βαφτίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαφτίζω

βαφτίζω ονειροκριτης, βαφτίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, βαφτίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • βατόμουρο στα σουηδικά - hallon, björnbär, blackberry, iphone, björnbäret
  • βαφέας στα σουηδικά - målare, dyer, dyeren, färgare, färgaren, som dyeren
  • βαφτιστήρι στα σουηδικά - gudbarn, fadderbarn, gudbarnen
  • βαφτιστικός στα σουηδικά - Godson, gudson, godsonen, gudsons, gudsonen
Τυχαίες λέξεις
Βαφτίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: döpa, Christen, av Christen