Βαφτίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: βαφτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dopen, Christen, doop, ChristenUnie, naam geven
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαφτίζω
βαφτίζω ονειροκριτης, βαφτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαφτίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βατόμουρο στα ολλανδικά - framboos, braam, braambes, BlackBerry, bramen
- βαφέας στα ολλανδικά - verver, schilder, huisschilder, kunstschilder, stoffenverver, dyer, de stoffenverver, ...
- βαφτιστήρι στα ολλανδικά - petekinderen, peetkinderen
- βαφτιστικός στα ολλανδικά - petekind, peetzoon, Godson, de peetzoon, peetzoon van
Τυχαίες λέξεις
Βαφτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dopen, Christen, doop, ChristenUnie, naam geven
Μεταφράσεις: dopen, Christen, doop, ChristenUnie, naam geven