Βαφτίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: βαφτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megkeresztel, felszentel, Christen, a Christen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαφτίζω
βαφτίζω ονειροκριτης, βαφτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βαφτίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βατόμουρο στα ουγγρικά - málna, földi szeder, BlackBerry, szeder, a BlackBerry, szedres
- βαφέας στα ουγγρικά - kelmefestő, Dyer, kelmefestô
- βαφτιστήρι στα ουγγρικά - keresztgyermekei iránt
- βαφτιστικός στα ουγγρικά - keresztfiú, keresztfiának, keresztfiad, keresztfiamat, keresztfia
Τυχαίες λέξεις
Βαφτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megkeresztel, felszentel, Christen, a Christen
Μεταφράσεις: megkeresztel, felszentel, Christen, a Christen