Μοιράζομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kvóta, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést, részesedése a
Μοιράζομαι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι

μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μοιράζομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μοίρα στα ουγγρικά - kettéhasított, elrepedés, elszakadás, osztályrész, elrepesztett, hasított, árutétel, ...
  • μοδίστρα στα ουγγρικά - varrónő, varrónőként, varrónõt, varrónőnek
  • μοιράζω στα ουγγρικά - hasított, elrepesztett, kettéhasított, elrepedés, kvóta, elszakadás, kártyaosztás, ...
  • μοιραίος στα ουγγρικά - életbevágó, halálos, fatális, végzetes, halálos kimenetelű, a halálos
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kvóta, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést, részesedése a