Μοιράζομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lott, del, aktie, aktie i, andel i, andel av, andel, del i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, μοιράζομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μοίρα στα σουηδικά - öde, spricka, rämna, skilja, lott, dela, ödet, ...
- μοδίστρα στα σουηδικά - sömmerska, seamstress, sömmerskan, seamstressen, sömmerska för
- μοιράζω στα σουηδικά - fördela, spricka, del, handla, dela, rämna, lott, ...
- μοιραίος στα σουηδικά - dödlig, dödliga, dödlig utgång, dödligt, fatal
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lott, del, aktie, aktie i, andel i, andel av, andel, del i
Μεταφράσεις: lott, del, aktie, aktie i, andel i, andel av, andel, del i