Άτομο στα ουκρανικά
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нікого, атомний, особистість, зовнішність, атом, чоловік, невідворотний, людина, осіб, людей
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άτομο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άτιμος στα ουκρανικά - нечесний, шахрайські, мошенническую, шахрайських
- άτολμος στα ουκρανικά - соромливий, боязкий, скромний, нагорода, дурнуватий, дурний
- άτονος στα ουκρανικά - повільний, лінивий, інертний, ледачий, млявий, томний, млосний, ...
- άτρακτος στα ουκρανικά - фюзеляж, шпиндель, шпіндель, шпинделя
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нікого, атомний, особистість, зовнішність, атом, чоловік, невідворотний, людина, осіб, людей
Μεταφράσεις: нікого, атомний, особистість, зовнішність, атом, чоловік, невідворотний, людина, осіб, людей