Άτομο στα φινλανδικά
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyppi, yksilö, hiukkanen, epäsovinnainen, atomi, yksilöllinen, henki, henkilö, henkilön, henkilöä, henkilölle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, άτομο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- άτιμος στα φινλανδικά - epärehellinen, konnamainen
- άτολμος στα φινλανδικά - sopuisa, hillitty, sävyisä, nöyrä, lauhkea, ujo, säyseä, ...
- άτονος στα φινλανδικά - laiska, veltto, raukea, languid, velttoa, voimaton
- άτρακτος στα φινλανδικά - runko, kara, karan, karaa, karaan, spindle
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tyyppi, yksilö, hiukkanen, epäsovinnainen, atomi, yksilöllinen, henki, henkilö, henkilön, henkilöä, henkilölle
Μεταφράσεις: tyyppi, yksilö, hiukkanen, epäsovinnainen, atomi, yksilöllinen, henki, henkilö, henkilön, henkilöä, henkilölle