Άτομο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
persistente, pessoal, indivíduo, átomo, personagem, indiferente, partículas, pessoa, sujeito, pessoas, pessoa que, homem
Άτομο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτομο

άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άτομο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άτιμος στα πορτογαλικά - velhaco, desonesto, knavish, tratante
  • άτολμος στα πορτογαλικά - acanhado, envergonhado, tímido, embaraçado, encabulado
  • άτονος στα πορτογαλικά - lânguido, lânguida, languid, lânguidos, desfalecido
  • άτρακτος στα πορτογαλικά - fuso, eixo, veio, do fuso
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: persistente, pessoal, indivíduo, átomo, personagem, indiferente, partículas, pessoa, sujeito, pessoas, pessoa que, homem