Άτομο στα τούρκικα
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atom, adam, bireysel, birey, kişi, kişinin, insan, bir kişi, şahıs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας τούρκικα, άτομο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- άτιμος στα τούρκικα - namussuz, üçkâğıtçı, hilekâr
- άτολμος στα τούρκικα - çekingen, utangaç, süklüm püklüm, sheepish, ezik
- άτονος στα τούρκικα - baygın, durgun, gayretsiz, uyuşuklukları, tembel
- άτρακτος στα τούρκικα - iğ, mil, mili, iş mili, işmili
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: atom, adam, bireysel, birey, kişi, kişinin, insan, bir kişi, şahıs
Μεταφράσεις: atom, adam, bireysel, birey, kişi, kişinin, insan, bir kişi, şahıs