Αδύναμος στα τούρκικα

Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetsiz, donuk, zayıf, hafif, zayıf bir, zayıftır, güçsüz
Αδύναμος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύναμος

αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδύναμος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αδυναμία στα τούρκικα - zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü
  • αδυνατίζω στα τούρκικα - zayıf, ince, zayıflatmak, debilitate, güçten düşürmek, zayıflatabilirdi, zayıflatabilecek
  • αδύνατον στα τούρκικα - çekilmez, imkansız, mümkün, imkansızdır, imkânsız, olanaksız
  • αδύνατος στα τούρκικα - zayıf, zayıf bir, zayıftır, güçsüz
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kuvvetsiz, donuk, zayıf, hafif, zayıf bir, zayıftır, güçsüz