Αιχμάλωτος στα τσεχικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zajatec, zajatý, vězeň, zajetí, v zajetí, kaptivní
Αιχμάλωτος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας τσεχικά, αιχμάλωτος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα τσεχικά - náhlý, špičatý, náhle, křížek, kvapný, pronikavý, prudký, ...
  • αιφνιδιαστικά στα τσεχικά - náhle, najednou, nečekaně, neočekávaně, neočekávanému, neočekávané, se neočekávaně
  • αιχμή στα τσεχικά - spropitné, namířit, mířit, konec, ostří, článek, zašpičatit, ...
  • αιχμαλωσία στα τσεχικά - upoutat, úlovek, získat, ovládnout, chytání, uchvátit, dobýt, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zajatec, zajatý, vězeň, zajetí, v zajetí, kaptivní