Αιχμάλωτος στα ρωσικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заключенный, военнопленный, пленник, узник, пленный, захваченный, плен, в плен, плену, в плену
Αιχμάλωτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αιχμάλωτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα ρωσικά - заостренный, отчетливый, стремительный, неожиданный, оборотливый, зоркий, отточенный, ...
  • αιφνιδιαστικά στα ρωσικά - внезапно, неожиданно, круто, скоропостижно, вдруг, неожиданно для
  • αιχμή στα ρωσικά - острие, вершина, заострить, точка, очинить, вопрос, прикосновение, ...
  • αιχμαλωσία στα ρωσικά - захватывать, захваты, пленение, увлечение, подчинить, приз, сохранить, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: заключенный, военнопленный, пленник, узник, пленный, захваченный, плен, в плен, плену, в плену