Αιχμάλωτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
в'язень, захвалений, військовополонений, бранець, полонений, полонених, пленник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος
αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αιχμάλωτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αιφνίδιος στα ουκρανικά - крутий, гострий, раптовий, дотепний, раптово, раптом, несподівано, ...
- αιφνιδιαστικά στα ουκρανικά - несподівано, раптом, зненацька, круто, неочікувано, раптово
- αιχμή στα ουκρανικά - болісно, болюче, нахиляння, гостро, нахил, їдко, звалювати, ...
- αιχμαλωσία στα ουκρανικά - підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: в'язень, захвалений, військовополонений, бранець, полонений, полонених, пленник
Μεταφράσεις: в'язень, захвалений, військовополонений, бранець, полонений, полонених, пленник