Αιχμάλωτος στα ουγγρικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rögzített, rab, bebörtönzött, fogoly, fogságban tartott, fogságban
Αιχμάλωτος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αιχμάλωτος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα ουγγρικά - hirtelen, a hirtelen, váratlan, gyors
  • αιφνιδιαστικά στα ουγγρικά - váratlanul, váratlan, várt módon, nem várt, nem várt módon
  • αιχμή στα ουγγρικά - ponteredmény, konnektor, ceruzahegy, pontérték, törmelék-lerakóhely, jellemvonás, csúcs, ...
  • αιχμαλωσία στα ουγγρικά - fogság, fogságban, fogságból, fogságba, fogságának
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: rögzített, rab, bebörtönzött, fogoly, fogságban tartott, fogságban