Αιχμάλωτος στα λετονικά
Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieslodzītais, gūsteknis, cietumnieks, nebrīvē, nebrīvē turētu, gūstā, kaptīvā
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος
αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας λετονικά, αιχμάλωτος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- αιφνίδιος στα λετονικά - pēkšņs, gudrs, pēkšņi, pēkšņa, pēkšņas, pēkšņu
- αιφνιδιαστικά στα λετονικά - pēkšņi, negaidīti, neparedzēti, negaidot, negaidītu
- αιχμή στα λετονικά - detaļa, punkts, sīkums, virsotne, maksimālā, pīķa, maksimālais, ...
- αιχμαλωσία στα λετονικά - gūsts, nebrīvē, nebrīve, nebrīvi
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: ieslodzītais, gūsteknis, cietumnieks, nebrīvē, nebrīvē turētu, gūstā, kaptīvā
Μεταφράσεις: ieslodzītais, gūsteknis, cietumnieks, nebrīvē, nebrīvē turētu, gūstā, kaptīvā