Αιχμάλωτος στα πολωνικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pojmany, jeniec, uwięziony, więzień, na uwięzi, branka, niewoli
Αιχμάλωτος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αιχμάλωτος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα πολωνικά - gwałtowny, bystry, kąśliwy, ostry, zwinny, przenikliwy, nagły, ...
  • αιφνιδιαστικά στα πολωνικά - naraz, raptem, wtem, znienacka, nagle, niespodziewanie, nieoczekiwanie, ...
  • αιχμή στα πολωνικά - grot, litera, punkt, puenta, sedno, zganić, trącać, ...
  • αιχμαλωσία στα πολωνικά - pojmać, zdobyć, zawładnięcie, chwytanie, opanowywać, łup, uchwycić, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pojmany, jeniec, uwięziony, więzień, na uwięzi, branka, niewoli