Αιχμάλωτος στα σουηδικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fånge, fångenskap, fången, företagsintern, företagsinterna, i fångenskap
Αιχμάλωτος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αιχμάλωτος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα σουηδικά - spetsig, skarp, smart, amper, livlig, ivrig, slug, ...
  • αιφνιδιαστικά στα σουηδικά - plötsligt, oväntat, raskande, överraskande, rask
  • αιχμή στα σουηδικά - drickspengar, spets, prick, spetsa, punkt, dricks, topp, ...
  • αιχμαλωσία στα σουηδικά - gripande, erövra, attack, anfall, fångenskap, fångenskapen, fångna
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fånge, fångenskap, fången, företagsintern, företagsinterna, i fångenskap