Αιχμάλωτος στα ιταλικά
Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prigioniero, cattività, in cattività, vincolato, captive
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος
αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αιχμάλωτος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αιφνίδιος στα ιταλικά - aguzzo, acuto, repentino, perspicace, improvviso, stridulo, avveduto, ...
- αιφνιδιαστικά στα ιταλικά - improvvisamente, inaspettatamente, modo imprevisto, in modo imprevisto, imprevisto
- αιχμή στα ιταλικά - indicare, punto, puntare, punta, mancia, riferimento, mostrare, ...
- αιχμαλωσία στα ιταλικά - prendere, catturare, cattura, cattività, prigionia, schiavitù, la prigionia
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: prigioniero, cattività, in cattività, vincolato, captive
Μεταφράσεις: prigioniero, cattività, in cattività, vincolato, captive