Αιχμάλωτος στα γαλλικά
Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prisonnier, captif, détenu, captive, captivité, en captivité, captifs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος
αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας γαλλικά, αιχμάλωτος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αιφνίδιος στα γαλλικά - prompt, lancinant, précisément, impétueux, sagace, pointu, rigoureux, ...
- αιφνιδιαστικά στα γαλλικά - brusquement, soudainement, soudain, ensemble, soubresaut, subitement, à l'improviste, ...
- αιχμή στα γαλλικά - queue, montrer, étape, diriger, signaler, extrémité, pencher, ...
- αιχμαλωσία στα γαλλικά - capturer, capturons, intercepter, cueillir, captiver, prendre, acquisition, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: prisonnier, captif, détenu, captive, captivité, en captivité, captifs
Μεταφράσεις: prisonnier, captif, détenu, captive, captivité, en captivité, captifs