Αιχμάλωτος στα τούρκικα
Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος
αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αιχμάλωτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αιφνίδιος στα τούρκικα - birdenbire, sert, sivri, keskin, ani, aniden, ani bir, ...
- αιφνιδιαστικά στα τούρκικα - birden, beklenmedik, beklenmedik biçimde, beklenmedik şekilde, beklenmedik bir şekilde, beklenmedik bir
- αιχμή στα τούρκικα - doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, ...
- αιχμαλωσία στα τούρκικα - haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
Μεταφράσεις: esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme