Αιχμάλωτος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пленник, пленен, плен, в плен, собствена
Αιχμάλωτος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αιχμάλωτος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα βουλγαρικά - внезапен, внезапно, внезапна, изведнъж, внезапното
  • αιφνιδιαστικά στα βουλγαρικά - внезапно, неочаквано, неочаквано се, изненадващо
  • αιχμή στα βουλγαρικά - бакшиш, точка, връх, пик, пикова, върхова, пиковата
  • αιχμαλωσία στα βουλγαρικά - секвестиране, плен, затворени помещения, пленничество, от плен
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пленник, пленен, плен, в плен, собствена