Αιχμάλωτος στα ισπανικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautivo, prisionero, cautiva, cautividad, cautivos, en cautividad
Αιχμάλωτος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας ισπανικά, αιχμάλωτος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα ισπανικά - agudo, penetrante, afilado, repentino, brusco, sutil, vivo, ...
  • αιφνιδιαστικά στα ισπανικά - inesperadamente, inesperada, forma inesperada, inesperado, de forma inesperada
  • αιχμή στα ισπανικά - enseñar, cima, designar, punta, punto, mostrar, propina, ...
  • αιχμαλωσία στα ισπανικά - captar, coger, captura, asir, capturar, toma, cautivar, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: cautivo, prisionero, cautiva, cautividad, cautivos, en cautividad