Αιχμάλωτος στα γερμανικά

Μετάφραση: αιχμάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefangener, gefangene, häftling, gefangen, Gefangene, unverlierbaren, in Gefangenschaft, unverlierbare
Αιχμάλωτος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμάλωτος

αιχμάλωτος αγγλικά, αιχμάλωτος ετυμολογία, αιχμάλωτος των τούρκων, αιχμάλωτοσ τησ ερήμου, αιχμάλωτοσ των μαθηματικών, αιχμάλωτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αιχμάλωτος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αιφνίδιος στα γερμανικά - scharfsinnig, doppelkreuz-zeichen, durchbohrend, jäh, steil, schrill, plötzliche, ...
  • αιφνιδιαστικά στα γερμανικά - plötzliche, plötzlich, durchweicht, unerwartet, unerwarteterweise, unerwarteter, raschend, ...
  • αιχμή στα γερμανικά - standpunkt, trinkgeld, gipfel, spitze, hinweis, zielen, lenken, ...
  • αιχμαλωσία στα γερμανικά - festnahme, erobern, erwischen, pfändung, beschlagnahme, fang, abnahme, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμάλωτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gefangener, gefangene, häftling, gefangen, Gefangene, unverlierbaren, in Gefangenschaft, unverlierbare