Ελάττωση στα κροατικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sniženje, popust, ukidanje, ublaženje, poništenje, smanjenje, smanjenja, redukcija, smanjivanje, redukcije
Ελάττωση στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας κροατικά, ελάττωση στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα κροατικά - franjevac, minoran, maloljetnik, manjeg, manji, minor, maloljetnika, ...
  • ελάττωμα στα κροατικά - mana, nedostatak, greška, manjkavost, otpadati, oštećenje, slabost, ...
  • ελάφι στα κροατικά - srna, jeleni, jelen, divljač, jelena, jelene
  • ελάχιστος στα κροατικά - minimum, minimalan, najmanja, minimalnu, minimalnom, minimalna, minimalni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: sniženje, popust, ukidanje, ublaženje, poništenje, smanjenje, smanjenja, redukcija, smanjivanje, redukcije