Ελάττωση στα σουηδικά
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, minskning, reduktion, minskningen, nedsättning, sänkning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ελάττωση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα σουηδικά - ringa, mindre, moll, smärre, liten, små
- ελάττωμα στα σουηδικά - brist, fel, defekt, defekten, felet
- ελάφι στα σουηδικά - hjort, rådjur, hjortar, Deer
- ελάχιστος στα σουηδικά - minimal, minimum, minsta, minimi, minst, lägsta
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rabatt, minskning, reduktion, minskningen, nedsättning, sänkning
Μεταφράσεις: rabatt, minskning, reduktion, minskningen, nedsättning, sänkning