Ελάττωση στα δανικά
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας δανικά, ελάττωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα δανικά - mindreårig, mindre, lille, ringe, mindreårige
- ελάττωμα στα δανικά - fejl, plet, brist, defekt, mangel, defekten, manglen
- ελάφι στα δανικά - hjort, hjorte, rådyr, Deer, i Deer
- ελάχιστος στα δανικά - mindste, minimum, mindst, minimale, minimal
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen
Μεταφράσεις: reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen