Ελάττωση στα λιθουανικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
Ελάττωση στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ελάττωση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα λιθουανικά - paauglys, nepilnametis, vaikas, nedidelis, nepilnamečio, nedideli, nedidelė
  • ελάττωμα στα λιθουανικά - dėmė, trūkumas, defektas, defektų, defektai, defekto
  • ελάφι στα λιθουανικά - elnias, elnių, elniai, deer, elnio
  • ελάχιστος στα λιθουανικά - minimalus, minimali, mažiausias, minimalų, minimalaus
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas