Ελάττωση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ελάττωση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα βουλγαρικά - непълнолетен, второстепенен, незначителен, незначително, незначителни
- ελάττωμα στα βουλγαρικά - дефект, дефекти, недостатък, дефекта
- ελάφι στα βουλγαρικά - елен, олени, елени, сърни, сърна, елените
- ελάχιστος στα βουλγαρικά - минимум, минимален, минимална, минималната, минимално
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Μεταφράσεις: намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на