Ελάττωση στα ρουμανικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reducere, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii
Ελάττωση στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ελάττωση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα ρουμανικά - mic, copil, minor, minore, minoră, mică, minora
  • ελάττωμα στα ρουμανικά - cusur, defect, defect de, viciu, defectului, defecțiune
  • ελάφι στα ρουμανικά - căprioară, cerb, cerbi, căprioare, caprioare
  • ελάχιστος στα ρουμανικά - minimum, minim, minimă, minima, minim de
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: reducere, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii