Ελάττωση στα τούρκικα
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ελάττωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα τούρκικα - az, çocuk, önemsiz, küçük, minör, küçük bir, ufak
- ελάττωμα στα τούρκικα - ihmal, kusur, leke, defekt, hata, arıza
- ελάφι στα τούρκικα - geyik, Deer, geyikler, geyiği, ve geyik
- ελάχιστος στα τούρκικα - minimum, asgari, en az, az, en düşük
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
Μεταφράσεις: azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme