Ελάττωση στα ισπανικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descuento, baja, reducción, rebaja, reducción de, la reducción, la reducción de, de reducción
Ελάττωση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ισπανικά, ελάττωση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα ισπανικά - chico, secundario, menor, menor de edad, menores, menor importancia, de menor importancia
  • ελάττωμα στα ισπανικά - deficiencia, defecto, falta, vicio, tacha, defectos, defecto de, ...
  • ελάφι στα ισπανικά - venado, ciervo, ciervos, venados, los ciervos
  • ελάχιστος στα ισπανικά - mínimo, mínima, mínimo de, mínimos, mínima de
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: descuento, baja, reducción, rebaja, reducción de, la reducción, la reducción de, de reducción