Καθαρίστρια στα αλβανικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çupë, shërbyesja, shërbëtore, vajzë, shërbyesja e
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας αλβανικά, καθαρίστρια στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα αλβανικά - qartë, neto, net, neto i, neto të, neto e
- καθαρίζω στα αλβανικά - pastër, dëlirë, bardhë, cipë, gërryen, pastroj, heq, ...
- καθαρισμός στα αλβανικά - pastrues, pastrim, pastrimi, Purifying, pastrimit
- καθαριστήριο στα αλβανικά - lavanderi, Larje, Laundry, rrobave, rrobat
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: çupë, shërbyesja, shërbëtore, vajzë, shërbyesja e
Μεταφράσεις: çupë, shërbyesja, shërbëtore, vajzë, shërbyesja e