Καθαρίστρια στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθαρίστρια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα λιθουανικά - neto, grynasis, grynoji, grynosios, grynojo
- καθαρίζω στα λιθουανικά - švarus, valyti, tvarkyti, apibėgti, apkuopti, grandyti, apibėgioti, ...
- καθαρισμός στα λιθουανικά - valymas, valymo, gryninimo, gryninančiu, valančios
- καθαριστήριο στα λιθουανικά - Skalbykla, skalbyklos, skalbimo, kambarių
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
Μεταφράσεις: tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė