Καθαρίστρια στα σουηδικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piga, maid, hembiträdes, städservice, pigan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθαρίστρια στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα σουηδικά - netto, ren, tydlig, net, nätet, nät
- καθαρίζω στα σουηδικά - snygg, putsa, uttryckslös, nitlott, skal, nätt, skala, ...
- καθαρισμός στα σουηδικά - rening, renande, rening av, apparat, rena
- καθαριστήριο στα σουηδικά - tvätt, tvättstuga, tvättservice, tvätten
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: piga, maid, hembiträdes, städservice, pigan
Μεταφράσεις: piga, maid, hembiträdes, städservice, pigan